- μάπας
- ο [μάπα]αφελής, ανόητος, βλάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάπας — ο (λ. λατ.) (ειρων.), βλάκας, ανόητος, χαζός: Δεν μπορώ να συζητήσω με αυτόν το μάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάχας — ο, Ν 1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) α) ανόητος, μάπας β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα] … Dictionary of Greek